- ρέκβιεμ
- (αιτιατική της λατινικής λέξης «requies» που σημαίνει «ανάπαυση»). Στη λειτουργική της Λατινικής Εκκλησίας ο όρος δηλώνει νεκρώσιμη ακολουθία, που αρχίζει με τις λέξεις «requiem aeternam dona eis...» («ανάπαυσιν αιώνων δος αυτοίς...»). Υπάρχουν τεσσάρων ειδών επιμνημόσυνες λειτουργίες, που τελούνται κάθε χρόνο κατά τη γιορτή των ψυχών (2 Νοεμβρίου), άλλη κατά την ημέρα του θανάτου, της επετείου του θανάτου ή καθημερινά υπέρ των νεκρών.
Συνεκδοχικά η λέξη ρ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μουσικές ακολουθίες νεκρώσιμης φύσης, οι οποίες γύρω στον 16o αι. ήταν απλά και μόνο με φωνές. Μετά το 1650, το σύγχρονο πνεύμα επηρέασε τη θρησκευτική μουσική και το ρ. πλησίασε στον ρυθμό την καντάτα και το ορατόριο, ενώ κατά τον 19o αι. οι συνθέτες εισάγουν ένα δραματικό συναίσθημα του θανάτου και της αιώνιας ζωής. Γνωστότερα ρ. είναι εκείνο του Παλεστρίνα για πέντε φωνές, της Βικτώριας για την κηδεία της αυτοκράτειρας Μαρίας, χήρας του Μαξιμιλιανού B’, το ρ. που άρχισε να γράφει ο Μότσαρτ λίγο πριν τον θάνατό του και αποτελείωσε ο μαθητής του Γκουσμάγερ, καθώς και τα ρ. των Κερουμπίνι, Μπερλιόζ, Βέρντι, Μπραμς, Σούμαν, Λιστ κ.ά. Πιο πρόσφατο θεωρείται το ρ. του Μορίς Ντιριφλέ, βασισμένο στο λειτουργικό άσμα.
* * *το, Ν1. νεκρώσιμη ακολουθία τής Καθολικής Εκκλησίας2. μουσ. μουσική σύνθεση νεκρώσιμης ή επιμνημόσυνης ακολουθίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. requiem (αιτ. τού requies «ανάπαυση», αντί requietem), πρώτη λ. στο εισοδικό τής νεκρώσιμης ακολουθίας].
Dictionary of Greek. 2013.